- λιποφουσκίνη
- η(βιοχ.) καστανόμαυρη χρωστική που ανιχνεύεται σε ορισμένα κύτταρα τού σώματος και ιδίως στα νευρικά κύτταρα και στα κύτταρα τού ηπατικού παρεγχύματος και τής οποίας οι ιδιότητες μοιάζουν με τής μελανίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lipofuscin (και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό) < lip(o)- + fuscin, καστανόμαυρη ζωική χρωστική ουσία < λατ. fuscus «καστανόμαυρος»].
Dictionary of Greek. 2013.